Η λαϊκη αγορά στην Τήνο είναι κι αυτή έργο τέχνης
Είχε στον πάγκο του δυο ροζ ντομάτες,
ένα πκούνι χαρτόκουτας για ταμπελάκια και δίπλα τον σουγιά του.
Εκεί ο Μαρίνος ανακάλυψε τον Καρουλιό, στην καρότσα του L200, στη λαϊκή αγορά.
Γιατί η λαϊκη δεν είναι μόνο πίνακας του Τέτση. Η λαϊκη αγορά στην Τήνο είναι κι αυτή έργο τέχνης. Βουτά το πόδι της στη θάλασσα, στηρίζει την πλάτη της στο Εξώμβουργο και στην απλότητά της αναδεικνύει τα κεντρικά της πρόσωπα: Το χώμα, το νερό και τους ανθρώπους της. Σωστή υποδοχή σε μια πινακοθήκη.
Πλάι στις ντομάτες, μες σε τσουβάλια από καλαμπόκι, ρεβίθια μονόσπερμα Φαλαταδιανά. Γέννημα θρέμμα των σπόρων που είχε φυλάξει από τους παππούδες του και που τα κράτησε ζωντανά για πενήντα ολόκληρα χρόνια όταν· – αν όχι όλοι – οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει προ πολλού. Η αγροτιά είναι σκληρή δουλειά εξάλλου, κι ο Καρουλιός ήταν δουλευταράς. Δεν τη φοβήθηκε.
Όργωσε.
Έσπειρε.
Ρίζωσε.
Ξερίζωσε.
Αλώνεψε.
Λύχνισε.
Πάλι και πάλι.
Τόσο, όσο η γη, το μεράκι και η ανάγκη του απαίτησε.
Καμία φορά βλέπω ακόμη μες στη χούφτα του τον άνυδρο καρπό να φέρνει βόλτες στα ροζιασμένα του χέρια. Και θυμάμαι να λέει πως όταν ήταν παιδί λαχταρούσε να τον σπάσουν με το γουδί να τον αλέσουν ωμό και να τον φάνε σαν στραγάλια με ζάχαρη.
Καρπό και σπόρο που «φύλαξε» σαν χρυσάφι στις τσέπες του για να θρέψει και να κρατήσει την παράδοση και τη γεύση της παιδικής του ηλικίας ζωντανή. Και τα κατάφερε.
Κι αυτό γιατί πατρότητα είναι να πιάνεις ένα κομμάτι ξύλο και να βρίσκεις τους υδροφόρους ορίζοντες στην άγονη γη των κυκλάδων για να μπορέσεις να ξεδιψάσεις και να θρέψεις τα τρία σου μικρά, τα ζώα και τους καρπούς της γης σου. Πατρότητα είναι να οργώνεις καλά τη γη για τη στιγμή που θα έρθουν δυο τρεις βροχές για να φυλάξεις έτσι τη δροσιά στο χώμα μέσα και να γεννήσεις άνυδρο καρπό.
Πατρότητα είναι να παίρνεις δύο κλαριά και να τα καρφώνεις στο χώμα για να ‘χει η ντοματιά όταν θα ξεμυτίσει ένα αποκούμπι να στηριχθεί και να μεγαλώσει κόντρα σε κάθε μανιασμένο άνεμο και να ψηλώσει και να θεριέψει. Κι ο Καρουλιός πέρα από αγρότης ήταν και μπαμπάς. Ο μπαμπάς μας. Κι αυτός ο ρόλος, της πατρότητας τους ένωσε με τον Μαρίνο.
Γιατί ο Μαρίνος έχει το χάρισμα να βλέπει κάτι που οι υπόλοιποι δεν βλέπουν. Την ομορφιά στο απλό και το λίγο, στο αυθεντικό. Κι αυτό χάρισε ο Μαρίνος στον μπαμπά. Την αναγνώριση πως άξιζε αυτό που έκανε τόσα χρόνια, αλλά και το κίνητρο να συνεχίσει όταν του είπε ‘βάζε και φύτευε και ό,τι βγάλει θα τα πάρω. Τα θέλω όλα’. Και τα πήρε. Κι έτσι έγινε. Κι έτσι γίνεται. Μόλις τα ρεβύθια λιχνιστούν, φορτώνονται στα τσουβάλια από τα καλαμπόκια πάνω στην καρότσα του αγροτικού και κατεβαίνουν στη Μαραθιά.
Κι έτσι διέταξε ο μπαμπάς να συνεχίσει να γίνεται, γιατί ακόμη και σε σώμα νεκρό, ο Καρουλιός φρόντισε να έχει μπέσα και ο λόγος του να τηρείται για κάθε τι που έδωσε εν ζωή το χέρι του.
Πριν πεθάνει, φρόντισε. Ο μπαμπάς άφησε πίσω του ένα ζευγάρι χέρια δουλεμένα, τα χέρια του εικοσάχρονου πλέον γιου του, για τον οποίο υπήρξε ο μεγαλύτερος δάσκαλός του. Τα χέρια του Γιώργου που ταπεινά και επίμονα κρατούν την παράδοση και αποδίδουν φόρο τιμής στην τιμιότητα, την αυθεντία και την αληθεια, στη σχέση τη δουλεμένη μέσα από τη γη πατέρα και γιου. Ο Γιώργος, στέκεται αντάξια με εναν τροπο δικό του πια που συνδυάζει τη γνώση στη βιολογική γεωργία και την πείρα του χρόνου. Αντλεί σοφία από τον ρυθμό της γης και συνεχίζει. Φορά βακέτες και προχωρά. Χαράσει την πορεία μιας οικογένειας αγροτικής με ταυτότητα και ρίζες και μας δείχνει τον δρόμο και τον τρόπο να συνεχίσουμε να ισορροπούμε σε βράχους. Α(γ)ερωπός τότε και πάντα.
Να ξέρετε, ο Μαρίνος δεν χορταίνει. Και δεν θα χορτάσει κάποτε να πεις να σταματήσει. Τα καλοκαίρια θα τον βρείτε να ψάχνει στη λαϊκή και τους χειμώνες, παρέα με την Σβούρα και έναν Όπινελ, να περπατά στα απάτητα μονοπάτια της Τήνου. Πολλές φορές και στα μέρη μας, τα πάνω μέρη. Στα Βουρνά, πισω απο τον Φαλατάδο, που μας γέννησαν και μας έθρεψαν απο τα γεννοφάσκια μας και μας τάισαν φαΐ κι αγάπη. Γιατί ο Μαρίνος ξέρει. Ξέρει πως κάθε «παιδί» για να μεγαλώσει θέλει φαΐ και αγάπη. Μέσα από αυτό το σπουδαίο έργο του που κρατάτε στα χέρια σας, μας μαθαίνει. Διάβάστε πάλι και πάλι, δέχεται πολλαπλές αναγνώσεις.
Έχει ταλέντο στη ζωή ο Μαρίνος σας λέω με σιγουριά. Και γούστο. Και πάνω από όλα στο να βρίσκει της γης μας τα καλούδια. Να τα ξεσκαρταρίζει, να τα ντατεύει, να εφευρίσκει τρόπους να τα κρατά στον χρόνο αναλλοίωτα κι ύστερα να τους δίνει τη θέση που τους αναλογεί. Που τους αρμόζει και τους πρέπει. Μέσα σε ένα πιάτο, πάνω σε ένα τραπέζι στρογγυλό, διπλα σε ενα ποτηρι με κρασί, αναμεσα σε βλεμματα, παρέες και οικογένειες πλάι στη θάλασσα στον Άγιο Φωκά. Στη Μαραθιά του. Σε ένα πάντρεμα εν τέλει του ενός θησαυρού, με τον άλλο, που μόνο εκείνος μπόρεσε και οραματίστηκε και δημιούργησε και συνέθεσε για να χορτάσει το μέσα μας. Σοφία, γνώση, τέχνη και τεχνική, παράδοση και γεύση.
Αντι για ευχαριστώ, σε σένα Μαρίνο για ό,τι έκανες και κάνεις για εμάς ως ανθρώπους αλλά και ως τηνιακούς/τηνιακές! Για το κλαρί που γίνεσαι και μεταμορφώνεσαι και στηρίζονται οι άνθρωποι πάνω σου και ανταπεξέρχονται κόντρα σε κάθε μανιασμένο άνεμο. Και ψηλώνουν και θεριεύουν.
Είχε στον πάγκο του δυο ροζ ντομάτες,
ένα πκούνι χαρτόκουτας για ταμπελάκια και δίπλα τον σουγιά του.
Εκεί ο Μαρίνος ανακάλυψε τον Καρουλιό, στην καρότσα του L200, στη λαϊκή αγορά.
Πλάι στις ντομάτες, μες σε τσουβάλια από καλαμπόκι, ρεβίθια μονόσπερμα Φαλαταδιανά.
Σωστή υποδοχή σε μια πινακοθήκη.